Συνεχίζεται η δίκη για την δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη με τους δύο κατηγορούμενους να ρίχνει ο ένας στον άλλον τις ευθύνες για τον θάνατο της κοπέλας. Συγκεκριμένα μετά από τον 23χρονο Ροδίτη, ο συγκατηγορούμενός του, με καταγωγή από την Αλβανία, κατηγόρησε τον πρώην φίλο του για τον βιασμό και την δολοφονία της άτυχης φοιτήτριας.


«Τον παρακολουθούσα σαν χαμένος» ανέφερε χαρακτηριστικά ο νεαρός και ισχυρίστηκε ότι φοβήθηκε για τη ζωή του αλλά και την ζωή των δικών του, καθώς απειλήθηκε από τον άλλοτε στενό φίλο του για να μην αποκαλύψει τι πραγματικά έγινε. «Μου είπε ότι αν αυτό το πεις πουθενά θα σου κάνω τα ίδια και χειρότερα και στην οικογένεια σου» είπε χαρακτηριστικά ενώπιον του δικαστηρίου.

Ακόμα πρόσθεσε πως «Το ξέρω είναι λάθος μου όλο αυτό που το άφησα να γίνει αλλά πραγματικά εγώ είμαι αυτός που δεν προστάτεψα την Ελένη». Ο κατηγορούμενος ζήτησε συγγνώμη από τον πατέρα της άτυχης φοιτήτριας, Γιάννη Τοπαλούδη που παρακολουθούσε την δίκη.

«Δεν έχω τη δύναμη να κοιτάξω αυτόν τον άνθρωπο. Μια μεγάλη συγγνώμη… Δεν τη σκότωσα εγώ κυρία πρόεδρε, τη βοήθησα, όταν την έκανα μπάνιο μου είπε πήγαινε με στο νοσοκομείο… Γιατί βλέπω τον πατέρα της, φαίνεται άνθρωπος με ήθος» είπε κλαίγοντας ο κατηγορούμενος. Την ίδια στιγμή μίλησε για την γνωριμία του με την Ελένη, τρεις ημέρες πριν το έγκλημα, λέγοντας πως τον είχε εντυπωσιάσει.

Παράλληλα πρόσθεσε ότι η σχέση τους είχε προχωρήσει και τον είχε φιλοξενήσει στο σπίτι της για ένα βράδυ, ενώ «έριξε» στη νεαρή κοπέλα την πρωτοβουλία για το ερωτικό ραντεβού με τον συγκατηγορούμενο του. «Είδε ότι ήταν κι ο Μ… και δώσανε τα χέρια. Δεν δυσανασχέτησε. Θα μπορούσε να φύγει…», ανέφερε και περιέγραψε τη διαδρομή τους μέχρι το σπίτι, τον τόπο του εγκλήματος. Όταν έφτασαν, περιέγραψε ότι πήρε δυο χάπια, ήπιαν βότκα και έπαιξαν θάρρος ή αλήθεια.

Σε ότι έχει να κάνει με την τραγική έκβαση των πραγμάτων ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι ο Ροδίτης εξοργίστηκε όταν η Ελένη τον απέρριψε και άρχισε να την βαράει. «Εξοργίστηκε και άρχισε να την χαστουκίζει, να τη χτυπάει, να την κλοτσάει. Εγώ καθόμουν σα μ…… Δεν ήξερα ποιον να υποστηρίξω, την κοπέλα ή το φίλο μου». Στη συνέχεια ισχυρίστηκε πως ο συγκατηγορούμενος του έφυγε για λίγο και επέστρεψε με ένα μαχαίρι. «Άρχισε να την μαχαιρώνει και μετά το πέταξε κάτω με δύναμη. Μετά έπιασε το σίδερο από δίπλα και άρχισε να την χτυπάει. Τον έσπρωξα και μου είπε: εσύ να κάτσεις στη γωνία». Φοβήθηκα για τη ζωή μου» πρόσθεσε. Ακόμα συνέχισε λέγοντας πως ο ίδιος πήγε την άτυχη φοιτήτρια, ενώ ήταν λιπόθυμη, στο μπάνιο και προσπάθησε να την συνεφέρει.

Τέλος ισχυρίστηκε πως όταν έφυγαν από το σπίτι θεωρούσε ότι πήγαιναν την κοπέλα στο νοσοκομείο αλλά κατέληξαν στην ερημική παραλία όπου το κορίτσι πετάχτηκε στα βράχια. «Κατευθυνόμασταν στο νοσοκομείο αλλά είδα ότι μπήκε σε έναν χωματόδρομο και κατάλαβα ότι δεν πάει στο νοσοκομείο. Βγήκε έξω. μου είπε «Εγώ θα την τελειώσω αυτή θα με κλείσει φυλακή» ανέφερε ο κατηγορούμενος. Την πήρε στον ώμο του (σ.σ. ο συγκατηγορούμενος του) και γύρισε μετά από δέκα λεπτά και μου είπε: «εντάξει Αλβανέ τελείωσε μπες μέσα»» είπε ο κατηγορούμενος.